- σειρηνομελής
- -ές, Ναυτός που πάσχει από σειρηνομελία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρήνα + -μελής (< μέλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σειρηνομελία — η, Ν [σειρηνομελής] ιατρ. βαριά διαμαρτία διάπλασης, μορφή πηρομελίας που χαρακτηρίζεται από σύντηξη τών κάτων άκρων σε συνδυασμό με διαμαρτίες τού ουρογεννητικού συστήματων και άλλων οργάνων … Dictionary of Greek